Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Σήμερα θα σας πω μια ιστορία

Ήταν Κυριακή, και ήταν παλιά. Πολύ παλιά, σε φάση να μη θυμάμαι καλα καλά πότε.Αλλά ήμουν μικρή και μου άρεσε ακόμη να πηγαίνω με τον μπαμπά βόλτες την Κυριακή. Τότε ήταν η εποχή που είχαμε στανταρ πρόγραμμα κάθε Κυριακή. Που περιλάμβανε βόλτα στον Κήπο (το Ζάππειο μωρέ), να δούμε τα ζωάκια για 8329749327493275932η φορά με την ίδια σειρά πάντα (παπιεςλυκοικατσικεςκοτεςπαπιεςπαλιελαφιζαρκαδιπαγωνιμαιμουλιονταριαπαπαγαλακια), μετά να αγοράσουμε λαχείο από την κυριούλα που ήταν πάντα στο ίδιο μέρος, μετά να παίξουμε στα γρασίδια και εγώ να σκαλίζω το ρυάκι νερού με ένα ξύλο και να λέω ότι θερίζω, μετά κούνιες, μετά να παίξουμε κοκκινοσκουφίτσα στο πλακώστρωτο δρομάκι με την κληματαριά, μετά άλλες κούνιες, μετά πορτοκαλάδα στο στάδιο απέναντι, και μετά παγωτό για το σπίτι από το IGLOO στην Ευτυχίδου.
Εκείνη την παλιά Κυριακή όμως δεν έγινε έτσι.Είχε συννεφιά και όλοι ήταν λίγο κουρασμένοι. Η γιαγιά η Ελένη είχε μείνει σπίτι γιατί ο μπαμπάς κι η μαμά είχαν πάει βόλτα το προηγούμενο βράδυ και όλο ροχάλιζε και την άκουγα γιατί κοιμόταν στο δωμάτιό μου σε ένα ντιβανάκι. Και ο μπαμπάς είπε να πάμε αλλού βόλτα, με το αυτοκίνητο, στην εξοχή, μαζί με τη γιαγιά και να μαζέψουνε και χόρτα και εγώ δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να πάμε αλλού, εγώ στον Κήπο ήθελα να πάω πάλι, αλλά δεν είπα τίποτα και σκεφτόμουν ότι θα κάνει ζέστη και θα ζαλίζομαι μέσα στο αυτοκίνητο αλλά δεν πειράζει γιατί θα έρθει και η μαμά μαζί και θα κάτσει πίσω μαζί μου και θα με παίρνει αγκαλιά και θα μου δίνει φιλιά. Και πήραμε το αυτοκίνητο και πήγαμε βόλτα κάπου σε ένα βουνό και ήρθε και ο νονός μου με τη Δήμητρα και την Αριαδνη και ούτε που κατάλαβα πότε συννενοήθηκαν, αλλά χάρηκα που ήρθαν οι φίλες μου μαζί και δεν θα βαριόμουν τουλάχιστον. Και πήγαμε εκεί στην εξοχή και όλοι οι μεγάλοι μάζευαν χόρτα και εμείς τα παιδιά ψάχναμε σπαράγγια γιατί άρεσαν στην Αριαδνη και νομίζαμε ότι μπορεί και να βρισκαμε.Τελικά δεν βρήκαμε, και η Αριάδνη έκλαιγε αλλά ο νονός μου της είπε ότι θα της πάρει από τον μανάβη. Και μετά πήγαμε σε μια ταβέρνα για να φάμε κι εγώ ήθελα να πάω στο αμάξι του νονού μου για να είμαι με τα κορίτσια και το αυτοκίνητο μύριζε ζεστή trident μέντα -μπλε- και ζαλιζόμουν, αλλά πάντα έπαιρνα όταν μου έδινε ο νονός τσίχλα κι ας μην μου άρεσε που έκαιγε.Και πήγαμε στην ταβέρνα και φάγαμε παϊδάκια που εμένα δεν μ αρεσαν πάρα πολύ , αλλά πάντα παϊδάκια ζητούσα.Ανώμαλο από μικρό. Και μετά μπήκαμε στο Λάντα και γυρίσαμε σπίτι αφού πρώτα περάσαμε από το Νεο Κόσμο για να αφήσουμε την γιαγιά και απο το IGLOO για να πάρουμε παγωτό. 
Αυτή ήταν μια πολύ παλιά Κυριακή.

1 σχόλιο:

Marouli είπε...

Μια πολυ παλια Κυριακη μα αγαπημενη Κυριακη... αχ αναμνησεις..

Μαρουλοφιλακια!